πεταλώνω

πεταλώνω
πεταλώ, -όω, ΝΑ [πέταλον]
1. προσαρμόζω πέταλα στα πέλματα τών οπλών τών ζώων, καλιγώνω
2. μτφ. βασανίζω, κακοποιώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεταλώνω — πεταλώνω, πετάλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πεταλώνω — πετάλωσα, πεταλώθηκα, πεταλωμένος, προσαρμόζω, καρφώνω στα νύχια του ζώου πέταλα· φρ., «Πεταλώθηκα να πάω», σε περίπτωση ανεπιθύμητης πρότασης, για να πάμε κάπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ξεκαλιγώνω — 1. βγάζω τα πέταλα από τα πόδια πεταλωμένου ζώου 2. παθ. ξεκαλιγώνομαι χάνω τα πέταλα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλιγώνω «πεταλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεπεταλώνω — αφαιρώ τα πέταλα από ίππο ή άλλο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πεταλώνω (βλ. λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • περιπεταλώ — όω, Α καλύπτω επιφάνεια με πλάκες, ιδίως μεταλλικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πεταλῶ «πεταλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πετάλωθρο — και πετάλωτρο, το, Ν 1. ειδικό εργαλείο, με το οποίο γίνεται το πετάλωμα 2. ξύλινη κατασκευή με τέσσερεις ορθοστάτες, μέσα στην οποία τοποθετούνται τα ζώα που αντιδρούν στο πετάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα θρο / τρο (πρβλ. σάρω θρο, φίμ …   Dictionary of Greek

  • πετάλωμα — το, Ν [πεταλώνω] η προσαρμογή τού πετάλου στο πέλμα τής οπλής τών ζώων, καλίγωμα …   Dictionary of Greek

  • πεταλωτήριο — το, Ν εργαστήριο ή χώρος όπου πεταλώνουν τα άλογα και άλλα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. αναμορφω τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πεταλωτήριον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πεταλωτής — ο, Ν ειδικός στο πετάλωμα τών αλόγων και άλλων ζώων, καλιγωτής, αλμπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”